- ολόσειρο
- τοιστίο τού οποίου έχουν δεθεί όλες οι σειρές με σκοπό να μειωθεί στο ελάχιστο η επιφάνειά του σε περιπτώσεις κακοκαιρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + σειρά «σύστημα σχοινιών με το οποίο διπλώνεται ένα μέρος τής επιφάνειας τού πανιού σε περιπτώσεις κακοκαιρίας»].
Dictionary of Greek. 2013.